-
1 βουλή
η1) полит, палата;η άνω βουλή — верхняя палата;
η κάτω βουλή — нижняя палата;
τό βουλή των Κοινοτήτων — палата общин;
βουλή των Αντιπροσώπων — палата представителей;
2) парламент; здание парламента;3) воля, желание, намерение; 4) хорошо продуманное решение;έβαλα βουλή να παντρευτώ — поразмыслив, я решил жениться;
§ αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων αλλά δε θεός κελεύει — погов, человек предполагает, а бог располагает
-
2 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
3 палата
палат||аж1. (больничная) ἡ αίθουσα, τό δωμάτιο·2. полит ἡ Βουλή:\палата депутатов ἡ Βουλή τῶν ἀντιπροσώπων3. (учреждение) τό ἐπιμελητήριο[ν]:торгован \палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο· \палата мер и весов ἡ ὑπηρεσία μέτρων καί σταθμών4. \палатаы мн. (дворец, хоромы) уст. τα ἀνάκτορα, τό παλατι· ◊ у него ума \палата разг εἶναι σπίρτο μονάχο, εἶναι τετραπέρατος. -
4 αντιπρόσωπος
ο, η представитель, -ница; делегат, -ка;διπλωματικός (εμπορικός) αντιπρόσωπος — дипломатический (торговый) представитель;
βουλή των αντιπροσώπων палата представителей
См. также в других словарях:
βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek